- ευόριστος
- εὐόριστος, -ον (Α)1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.)2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθ-όριστος, α-όριστος].
Dictionary of Greek. 2013.